- συγκαταζεύγνυμι
- Α1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.)2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαιμτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταζεύγνυμι «ζεύω μαζί»].
Dictionary of Greek. 2013.