συγκαταζεύγνυμι

συγκαταζεύγνυμι
Α
1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.)
2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι
μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταζεύγνυμι «ζεύω μαζί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκαταζευγνύμενον — συγκαταζεύγνυμι yoke together pres part mp masc acc sg συγκαταζεύγνυμι yoke together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταζεῦξαι — συγκαταζεύγνυμι yoke together aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταζεύγνυνται — συγκαταζεύγνυμι yoke together pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεζευγμένης — συγκαταζεύγνυμι yoke together perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατέζευκται — συγκαταζεύγνυμι yoke together perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”